Κοινή αντίληψη στην ιατρική κοινότητα είναι ότι η στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα και αμυγδαλίτιδα, πρέπει να διαγιγνώσκονται με βεβαιότητα και να θεραπεύονται με ολοκληρωμένη φαρμακευτική αγωγή, ώστε να αποφεύγεται η άστοχη χορήγηση αντιβιοτικών που μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ανθεκτικών στελεχών βακτηριδίων.
Οι περισσότερες περιπτώσεις πονόλαιμου οφείλονται σε ιογενείς λοιμώξεις και όχι σε βακτηριακές ή στρεπτοκοκκικές προσβολές. Στις περιπτώσεις αυτές η αντιβιοτική αγωγή είναι αναποτελεσματική, υπερβολική και άκαιρη, αφού τα αντιβιοτικά δεν καταπολεμάνε τους ιούς.
Από τους ασθενείς που επισκέπτονται τον γιατρό για πονόλαιμο, το 70% παίρνει αντιβίωση, ενώ οι στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις στους ασθενείς αυτούς δεν ξεπερνάνε το 20%.
Η κατευθυντήρια γραμμή για τις στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις που επιβεβαιώνονται με καλλιέργεια, είναι να χορηγείται πενικιλλίνη ή αμπικιλλίνη εάν ο ασθενής δεν είναι αλλεργικός στα αντιβιοτικά αυτά και όχι νεότερα αντιβιοτικά όπως είναι οι κεφαλοσπορίνες.
Συνιστάται η χορήγηση πενικιλλίνης και αμπικιλλίνης για την θεραπεία της στεπτοκοκκικής λοίμωξης διότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική και ασφαλής, εφόσον δεν έχει διαπιστωθεί αλλεργία στα συγκεκριμένα αντιβιοτικά. Άλλες νεότερες κατηγορίες αντιβιοτικών που τελευταία προτιμούνται, φαίνεται ευκολότερα να οδηγούν σε ανθεκτικότητα ενώ κοστίζουν περισσότερο.
Τα παιδιά που πάσχουν από υποτροπιάζουσες στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις του λαιμού δεν πρέπει να υποβάλλονται σε αμυγδαλεκτομή αποκλειστικά και μόνον για να μειωθούν οι στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις.
Ασθενείς με πονόλαιμο, όταν συνυπάρχει βήχας, ρινόρροια, βραχνάδα και στοματικός πόνος, δεν έχουν λόγο να υποβάλλονται σε καλλιέργεια για στρεπτοκοκκική λοίμωξη. Η συμπτωματολογία αυτή είναι ισχυρή ένδειξη ιογενούς λοίμωξης.