Σε μία παράσταση κλασικού μπαλέτου, οι θεατές παρακολουθούν με δέος τις μπαλαρίνες, οι οποίες περιστρέφονται στο χώρο, εκτελώντας τη μία πιρουέτα μετά την άλλη, χωρίς να παρουσιάζουν την παραμικρή δυσφορία. Η ικανότητά τους να ελέγχουν τη ζάλη και την αστάθεια κατά την αστραπιαία περιδίνηση και αναπήδηση, προκάλεσε το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας.
Πρόσφατη μελέτη ερμηνεύει την ανοχή των χορευτών στην περιστροφή.
Με την επίμονη άσκηση, ο εγκέφαλος εξοικειώνεται στη παράδοξη κίνηση και προσαρμόζεται, καταργώντας το αίσθημα ζάλης που προκαλούν οι πιρουέτες. Η παρατήρηση αυτή, μπορεί να αξιοποιηθεί για τη βελτίωση της θεραπευτικής προσέγγισης σε άτομα με χρόνιο ίλιγγο, χρόνια ζάλη και αστάθεια. Η υπόθεση αυτή είναι σημαντική γιατί ένα 25% του γενικού πληθυσμού εμφανίζει , τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του, συμπτώματα ιλίγγου και αστάθειας.
Η μελέτη που διεξήχθη δημοσιεύθηκε την 26η Σεπτεμβρίου 2013 στο περιοδικό Cerebral Cortex με υπεύθυνο τον Dr. Barry Seemungal, Imperial College, Λονδίνο.
Συμμετείχαν 29 μπαλαρίνες και 20 κωπηλάτισσες με αντίστοιχη ηλικία και φυσική κατάσταση. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν στη δοκιμασία περιστροφής με περιστρεφόμενο έδρανο σε σκοτεινό θάλαμο, ενώ παράλληλα έγινε λειτουργική σάρωση του εγκεφάλου. Οι μπαλαρίνες παρουσίασαν σαφώς χαμηλότερα επίπεδα ζάλης από τις κωπηλάτισσες.
Κατά τη λειτουργική σάρωση εστιάστηκαν δύο περιοχές στον εγκέφαλο. Η παρεγκεφαλίδα που παίρνει αισθητικές πληροφορίες από την αιθουσαία συσκευή του έσω ωτός (το όργανο της ισορροπίας), ώστε να συντονίσει τις κινήσεις του σώματος και να ελέγξει την ισορροπία. Και ο εγκεφαλικός φλοιός, ο οποίος είναι υπεύθυνος για το αίσθημα της ζάλης.
Στις μπαλαρίνες η περιοχή του εγκεφάλου όπου γίνεται η επεξεργασία των σημάτων που προέρχονται από την αίθουσα ήταν μικρότερη από την αναμενόμενη. Φαίνεται ότι με την συνεχή άσκηση, το νευρικό σύστημα αναπτύσσει ένα κύκλωμα αυτόματων, εξαιρετικά συντονισμένων προ-προγραμματισμένων κινήσεων, το οποίο υποβαθμίζει ή ακόμη αναστέλλει, την πληροφορία κίνησης, που το αυτί στέλνει στον εγκέφαλο. Έτσι καταστέλλοντας τα περιφερικά σήματα από το όργανο της ισορροπίας, μειώνεται στον εγκεφαλικό φλοιό η περιοχή επεξεργασίας αυτών και αναπτύσσεται αντοχή στο αίσθημα του ίλιγγου και της αστάθειας.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι, κατά την δοκιμασία, οι υποδοχείς αντίληψης της περιδίνησης στις κωπηλάτισσες, λειτουργούν ανάλογα με τους υποδοχείς αντίληψης της κίνησης, όταν παρακολουθούμε κινούμενο στόχο (οπτοκινητικός νυσταγμός). Κατά την περιδίνηση των κωπηλατισσών εκλύονται τα αναμενόμενα οφθαλμικά αντανακλαστικά που ανταποκρίνονται σε αιθουσαία σήματα. Κάτι ανάλογο δεν παρατηρείται στις μπαλαρίνες. Μια προφανής αιτιολογία είναι η επίμονη άσκηση με περιδίνηση στην οποία οι μπαλαρίνες υποβάλλονται καθημερινά. Η παρατήρηση αυτή ίσως φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη στην εξέλιξη των δοκιμασιών ελέγχου, αλλά και της φυσιοθεραπείας, στην οποία υποβάλλονται ασθενείς με χρόνια ζάλη.
Κατά την διερεύνηση του ιλιγγικού ασθενή παίρνουμε σημαντικές πληροφορίες ελέγχοντας τα οφθαλμικά αντανακλαστικά και τον οπτοκινητικό νυσταγμό. Ωστόσο δεν είναι απαραίτητο οι τιμές αυτών των δοκιμασιών, να είναι πάντα ανάλογες του αισθήματος περιστροφής και ζάλης που προκαλείται στον ασθενή κατά την εκτέλεση τους. Τα παθολογικά λαβυρινθικά αντανακλαστικά μπορεί να εκπίπτουν χωρίς ανάλογη ύφεση του αισθήματος ζάλης και αστάθειας και όταν αυτά καταργούνται δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι επήλθε ίαση. Τα αποτελέσματα των δοκιμασιών θα πρέπει να συνεκτιμούνται με την πορεία του αισθήματος ιλίγγου και αστάθειας του πάσχοντος.
Η έρευνα αυτή μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμα στην διερεύνηση και θεραπεία ασθενών με χρόνιο ίλιγγο, ζάλη και αστάθεια. Ιδιαίτερα η προσπάθεια ανάπτυξης ανασταλτικού κυκλώματος αντοχής στον ίλιγγο, μπορεί να επιφέρει ουσιαστικά θεραπευτικά αποτελέσματα για τον ιλιγγικό ασθενή.
ΠΗΓΗ: Imperial College του Λονδίνου, δελτίο ειδήσεων, 27 Σεπτέμβρη, 2013