Σημαντικός αριθμός ενηλίκων προσβάλλονται από κοινό κρυολόγημα δυο ή τρεις φορές το χρόνο, πιο συχνά προσβάλλονται τα παιδιά, ενώ οι προσβολές είναι λιγότερες στην τρίτη ηλικία προφανώς γιατί τα άτομα αυτά ανέπτυξαν ευρύτερη ανοσία.
Το κοινό κρυολόγημα προκαλείται από μεγάλο αριθμό διαφορετικών ιών. Μερικοί από αυτούς μεταδίδονται με σταγονίδια του αέρα, οι περισσότεροι όμως μεταδίδονται εξ επαφής χέρι – μύτης.
Όταν ο ιός εγκατασταθεί στη μύτη προκαλεί απελευθέρωση ισταμίνης η οποία αυξάνει δραματικά την αιματική ροή στη μύτη και προκαλεί οίδημα και συμφόρεση του ρινικού ιστού, ενώ παράλληλα διεγείρει το ρινικό βλεννογόνο για να παράγει μεγάλες ποσότητες βλέννας. Αντισταμινικά και αποσυμφορητικά ρινικά σπρέι ή χάπια ανακουφίζουν από τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος, το οποίο θεραπεύεται σε λίγες μέρες (αυτοϊάται).
Κατά την διάρκεια των λοιμώξεων από ιούς, εξασθενεί η τοπική αντίσταση της μύτης προς τα βακτήρια και έτσι εξηγείται γιατί ένα κοινό κρυολόγημα μπορεί να εξελιχθεί σε βακτηριακή λοίμωξη της μύτης και των παραρρινίων κόλπων, δηλαδή καταλήγει σε ιγμορίτιδα.
Όταν λοιπόν η βλέννα της μύτης γίνεται κίτρινη ή πράσινη, σημαίνει ότι υπάρχει βακτηριακή μόλυνση και πρέπει ο ΩΡΛ να επιληφθεί της κατάστασης.
Οι οξείες ρινοκολπικές λοιμώξεις (συνήθως αναφέρονται ως οξείες ιγμορίτιδες ή ρινοκολπίτιδες) προκαλούν ρινική συμφόρηση, παχύρευστη βλέννα, πόνο και ευαισθησία στην παρειά, τα δόντια της άνω γνάθου, μεταξύ και πίσω από τα μάτια ή στο μέτωπο και πάνω από τα φρύδια, ανάλογα με τους παραρρίνιους κόλπους που έχουν προσβληθεί.
Η χρόνια ρινοκολπίτιδα δεν είναι πάντα επώδυνη, αλλά σχεδόν πάντα υπάρχει ρινική συμφόρεση και ρινική ή οπισθορινική δυσάρεστη, συνήθως παχύρευστη, έκκριση. Σε μερικές περιπτώσεις από τις χρόνιες φλεγμονές των κόλπων, μπορεί να αναπτυχθούν πολύποδες και η φλεγμονή μπορεί να επεκταθεί στο κατώτερο αναπνευστικό προκαλώντας χρόνιο βήχα, βρογχίτιδα ή και άσθμα.
Οι οξείες ρινοκολπίτιδες γενικά θεραπεύονται με αντιβιοτική αγωγή, ενώ οι χρόνιες συνήθως καταλήγουν στην χειρουργική αντιμετώπιση.