Η εποχική αλλεργική ρινίτιδα εμφανίζεται κυρίως την άνοιξη και το φθινόπωρο. Την αλλεργική ρινίτιδα που εκδηλώνεται το φθινόπωρο την ονομάζουμε και φθινοπωρινή αλλεργική ρινίτιδα.
Κύριος ενοχοποιητικός παράγων της φθινοπωρινής αλλεργικής ρινίτιδας είναι εισπνεόμενα αλλεργιογόνα, όπως γύρεις από την ανθοφορία του φθινοπώρου και σπόρια μυκήτων. Συνήθως αρχίζει να εκδηλώνεται από μέσα Αυγούστου μέχρι μέσα Νοεμβρίου αφού κύριοι ενοχοποιητικοί παράγοντες είναι το περδικάκι και τα αγροστώδη. Τα κύρια συμπτώματα της αλλεργίας του φθινοπώρου είναι:
- φαγούρα στα μάτια, τη μύτη, το λαιμό,
- ξηρός βήχας,
- φτερνίσματα,
- καταρροή,
- οπισθορινική καταρροή που ερεθίζει το λαιμό, αλλά και
- πονοκέφαλος,
- κακή διάθεση και καταβολή καμιά φορά και
- ανοσμία
εδώ γίνεται προφανές ότι μερικά συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας, τα υπογραμμισμένα, μιμούνται συμπτώματα λοίμωξης από COVIT-19 και μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση και πανικό.
Συνιστάται λοιπόν οι πάσχοντες από φθινοπωρινά αλλεργική ρινίτιδα να αρχίζουν τη γνωστή τους θεραπευτική αγωγή πριν την εκδήλωση των συμπτωμάτων, ανισταμινικό σπρέι ή από του στόματος ανισταμινικό.
Τέλος να παίρνουν μέτρα προφύλαξης όπως: Οι μετρήσεις γυρεοφορίας δείχνουν μεγάλες συγκεντρώσεις γυρεόκοκκων στη ατμόσφαιρα πριν τις 10 το πρωί. Επομένως ο αλλεργικός ασθενής θα πρέπει να δραστηριοποιείται στην ύπαιθρο μετά τις 10. Οπωσδήποτε αθλητισμός και σπορ στην ύπαιθρο θα πρέπει να αποφεύγονται.
Η εργασία και εν γένει η παραμονή σε χώρους καθαρούς με κλειστά παράθυρα και καλής ποιότητας κλιματισμό, βοηθάει πολύ στη ανάσχεση των συμπτωμάτων. Επίσης επιστρέφοντας σπίτι η αλλαγή ενδυμάτων μετά ένα ντους συνιστάται ανεπιφύλακτα. Η χρήση μάσκας που συνιστάται για πρόληψη του COVID-19 αναμφίβολα είναι άριστο προληπτικό μέτρο και για την αλλεργική ρινίτιδα. Ασθενείς με επιμένουσα αλλεργική ρινίτιδα (ολοετή), εποχικές εξάρσεις και άσθμα, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή ώστε τα υποκείμενα νοσήματα να είναι ως ένα βαθμό ελεγχόμενα, σε περίπτωση προσβολής από COVID-19.
Οι ασθενείς που εξακολουθούν να πάσχουν από συμπτώματα αλλεργίας, μετά την τήρηση των πρωτοκόλλων θεραπείας τους, τη λήψη προληπτικών μέτρων και / ή την τροποποίηση των καθημερινών δραστηριοτήτων, θα πρέπει να αξιολογούνται από τον γιατρό τους.